- γυμνικός
- γυμνικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυμνικός — γυμνικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για γυμναστικές ασκήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός, ως επίθετο τού αγών για διάκριση από τα «μουσικός ή ιππικός αγών»] … Dictionary of Greek
γυμνικός — ή, ό ο σχετικός με τη γυμνότητα: Στη αρχαία Ελλάδα διεξάγονταν γυμνικοί αγώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνικά — γυμνικός of neut nom/voc/acc pl γυμνικά̱ , γυμνικός of fem nom/voc/acc dual γυμνικά̱ , γυμνικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικῶν — γυμνικός of fem gen pl γυμνικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικόν — γυμνικός of masc acc sg γυμνικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικώτατον — γυμνικός of masc acc superl sg γυμνικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικαί — γυμνικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικοῖς — γυμνικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικοί — γυμνικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνικοῦ — γυμνικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)